- περιμάκτρια
- ἡ, Αη ξορκίστρα, αυτή που λύνει τα μάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιμάσσω + επίθημα -τρια (πρβλ. παίκ-τρια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιμάκτρια — one that purifies by magic fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμάκτριαν — περιμάκτρια one that purifies by magic fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)